-
1 ἄ-λαστος
ἄ-λαστος (Ion. = ἄληστος; λανϑάνω), nicht zu vergessen, nicht zu verschmerzen, stets an sich erinnernd, quälend, Hom. sechsmal, πένϑος ἄλαστον Iliad. 24, 105 Od. 1, 342, ἄλαστον-πένϑος Od. 24, 423, ἄχος αἰὲν ἄλαστον Od. 4, 108, ἄλαστον ὀδύρομαι Od. 14, 174, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε, du, dem ich es nie vergessen will, Iliad. 22, 261; – Hes. Th. 467 πένϑος; Aesch. πρόκακα Pers. 950; Eur. Troad. 1231 übh. elend, fluchbeladen, wie ἀλάστωρ; Soph. ἀνήρ O. C. 1480, πατρὸς ἔμφυτον αἷμα 1668; ἄλαστα παϑεῖν, unerträglich leiden, 543.
-
2 ἄλαστος
A not to be forgotten. insufferable, πένθος, ἄχος, Il.24.105, Od.4.108, Hes.Th. 467, cf. Alcm.23, A.Pers. 990;ἔπαθον ἄλαστα S.OC 538
: [comp] Sup.-ότατον, πῆμα IG12
(5). 64 ([place name] Naxos); neut. as Adv., ἄλαστον ὀδύρομαι I wail inconsolably, Od.14.174, cf. B.3.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλαστος
-
3 ἄλαστος
ἄ-λαστος, ον ( λαθέσθαι): never to be forgotten, ‘ceaseless;’ ἄλος, πένθος, ἄλαστον ὀδύρομαι, ἄλαστε, ‘eternal foe,’ Il. 22.261.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλαστος
См. также в других словарях:
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek